- συσσιτώ
- (ε) αμετ. 1.) питаться в столовой;2) получать паёк
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συσσιτώ — συσσιτῶ, έω, ΝΑ [σύσσιτος] τρώγω μαζί με άλλους, συντρώγω (α. «οὔτε γὰρ συσσιτήσας τούτῳ οὐδεὶς φανήσεται οὐδὲ σύσκηνος γενόμενος», Αριστοφ. β. «συσσιτοῡμεν... ἐγώ τε καὶ Μελησίας», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
συσσίτῳ — συσσί̱τῳ , σύσσιτος messmate masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσσίτησις — ήσεως, ἡ, Α [συσσιτῶ] συσσιτία* … Dictionary of Greek